Άνθρωπε!
Αχ! Άνθρωπε γενναίε! Εσύ που χίλιες φορές έπεσες και ξανά σηκώθηκες.
Εσύ. Που κοιτάς τα άστρα και φωνάζεις σπίτι.
Εσύ που κυνηγάς Ονείρατα.
Που παλεύεις με τον ίδιο τον εαυτό σου και σε στοιχειώνουν φόβοι.
Που σφίγγεις τη γροθιά σου και φωνάζεις σαν τ’ αγρίμι.
Εσύ γενναίε μου, που είσαι ακόμη εδώ και φέρεις σπίθα στην καρδιά. Κοίτα με στα μάτια. Δες με καθαρά. Είτε με λάσπες, είτε με δάκρυα, είτε και με αίματα ακόμη, εγώ σε βλέπω, σε διακρίνω μέσα από τη θολή σου όψη. Όσα και αν σου φόρεσαν, ένα κομμάτι μέσα σου παραμένει πάντα αγνό. Όσο κι αν λερώθηκες, μέσα σου Ψυχή μου, είσαι αστραφτερός και φανερώνεσαι, όταν στην ύστατη στιγμή ξανά σηκώνεσαι.
Εγώ με τιμή θα γονατίσω, τα πόδια να σου πλύνω και θα φροντίσω όλες τις πληγές σου.
Θα σταθώ στο πλάι σου και η ασπίδα μου πάντα θα προστατεύει τα πλευρά σου.
Θα σκουπίζω τον ιδρώτα μες στο πείσμα σου να λευτερωθείς.
Και θα σε φωνάζω «Άνθρωπο» κάθε φορά, που θα ξεχνάς το όνομά σου. Που θα κοιτάς το χώμα κι όχι πια τον ουρανό.
Μα θα σου χαμογελώ, όταν θα σκύβεις και θα φιλάς με σεβασμό τη Γη.
Θα σου γνέφω το κεφάλι, σαν αρπάζεις λίγη σκόνη από χάμω με πέτρες μπερδεμένη, τη σφίγγεις με στη χούφτα σου και την αφήνεις να φύγει μες στον άνεμο, σαν θυμηθείς ξανά απ’ τα χνώτα της, γιατί ‘σαι ‘δω.
Στο άρωμα του εδάφους αυτού που στεριώνει κάθε σου βήμα, που βαστά κάθε σου χνάρι, θυμάσαι. Για ποιον μάχεσαι, ποιος είναι ο Σκοπός σου.
Ξεπηδά στη μυρωδιά του, από πού πρόκαμες ως εδώ και για πού πηγαίνεις.
Θα έρχομαι σαν πνοή, σα δροσιά, σαν αγέρι δυνατό να σου σκουπίζω τις σταγόνες του μόχθου σου σε κάθε προσπάθεια της καρδιάς σου. Και θα στεριώνω τα πόδια σου, όταν θα τρέμουν από φόβο, από αγωνία κι αμφιβολία, από κούραση κι από παραίτηση.
Θα σε πάρω στην πλάτη μου, αν το χρειαστείς, όσο θα ακούω κάτι να πάλλεται στα σωθικά σου. Όσο θα βλέπω αυτή τη λάμψη του παλιού σου μεγαλείου μέσα στα μάτια σου. Την αφοσίωσή σου σε κάτι πέρα κι από σένα.
Ήρωά μου, δειλέ κι ατρόμητε. Θα γίνω το σπαθί σου, όταν θα κόβεις αλυσίδες και σχοινιά.
Θα γίνω τα πανιά σου, όταν θα φεύγεις μακριά για Νέους Κόσμους. Θα γίνω τα φτερά σου, όταν θα αναζητείς γαλάζιο.
Και όταν θα σηκώνεις όλον τον κόσμο στους δυο σου ώμους, θα ‘ρθω να σε βαστήξω πιο γερά. Τον ανήφορό σου, μαζί θα τον ανέβω. Και θα σε περιμένω ψηλά στην κορυφή. Να δούμε την αυγή και να συνεχίσουμε για πιο ψηλά.
Δεν έχει τέρμα ο ανήφορος, Άνθρωπε γενναίε. Δεν προχωράς να φτάσεις. Προχωράς να πορευτείς. Γιατί στάσιμος δεν γεννήθηκες να είσαι. Γιατί η ορμή σου κι η κατασκευή σου, όση ομίχλη κι αν σου τάξουν, αυτό ορίζουν. Να βαδίζεις.
Γι’ αυτό ξεκίνα και θα με βρεις στο πλάι σου. Θα με βρεις μες στην ίδια τη λαχανιασμένη ανάσα σου. Γιατί ήμουν, είμαι και θα είμαι πάντα εκεί. Ήμουν, είμαι και θα είμαι πάντα εσύ.
Για το φως που είσαι, ήσουν και θα είσαι-ποτέ μη λησμονάς…
Για την Πίστη σου σε Μένα- ποτέ μη λησμονάς…
Γι’ αυτό που είσαι- ποτέ μη λησμονάς…
Βαδίζω πλάι σου.
Σε τιμώ.
Σε χαιρετώ.
Σε υπηρετώ, Μεγάλε του Σύμπαντός μας Υπηρέτη.
Του κόσμου αυτού παιδί.