Ο Αόρατος Θίασος

«Αποχαιρέτα τη την Αλεξάνδρεια που χάνεις» έγραψε. Κι ένιωσα την πίκρα στο ψυχρό δωμάτιο. Είδα τη μεγάλη πόλη να σβήνει μες στη νύχτα. Κι άκουγα του θιάσου τις μεθυσμένες μελωδίες που πήγαιναν τρεκλίζοντας στα αδειανά στενά που πρόσμεναν καταστροφή και θάνατο. Του μούστου τον Θεό να απομακρύνεται με πλήθος έβλεπα να ξεθωριάζει, παίρνοντας μαζί τον χορό και το τραγούδι, κάθε νότα ευθυμίας κι ανάλαφρης ανάσας.

 Κι είδα εκείνον να δακρύζει στα κρυφά και πάντα αγέρωχος. Στο βλέμμα του το θαρραλέο ένιωσα τις δικές μου τις ελπίδες να πετούν. Ό,τι ονειρεύτηκα και δεν ήρθε στη ζωή. Τα οράματα τα πεθαμένα και τα έργα που γκρεμίστηκαν. Είδα κομμάτια του εαυτού μου που αγάπησα και μίσησα να ξεψυχούν, να απομακρύνονται.

Κι έμεινα δίπλα του στα σκοτεινά, δίχως πνοή, να  αφουγκράζομαι τις απόκοσμες ψαλμωδίες που πνίγονταν μέσα στην απόσταση. Ένας χωρισμός και μια απώλεια ενός θριάμβου, μιας ζωής ολάκερης. Ό,τι έζησε κι υπήρξε. Ό,τι γύρω του και μέσα του ζωντάνεψε, το έβλεπε- το ένιωθε να χάνεται. Και άρχισε ο καπνός και η φωτιά να καταπίνει την πόλη της αγάπη του και της επιλογής του.

 Ποτέ δεν ξέρεις τι επιλέγεις. Αλλά επέλεξε και βίωσε εκείνο που ποθούσε, έστω για ένα λαμπρό λεπτό. Το άξιζε;

«Μη δακρύζεις. Άξιζε. Για την ώρα εκείνη που σε γέμισε με θάρρος κι αποφάσισες. Μη κοιτάς τον χαμό που έρχεται. Δες στα μάτια όσους χάρη σε σένα χαμογέλασαν κι όσων το βλέμμα σε δίδαξε και σε έκανε αυτό που είσαι. Εχθρούς κι αγαπημένους με το ίδιο, δίκαιο, γεμάτο ευγνωμοσύνη βλέμμα. Τώρα που στέκεσαι εδώ μονάχος σου, στο είπε, μην καταδεχθείς παρακαλετά, απελπισίες και κλάματα. Φύγε σαν Άνθρωπος. Αποχώρησε σαν Πολεμιστής με αγάπη και τιμή. Γιατί πολέμησες. Γιατί το Χρέος σου το έκανες.»

Μυρίζω ακόμη το καμένο αυτής της πόλης. Το κουβαλώ στην πλάτη μου και τις στάχτες της με πίκρα μες στα δυο μου χέρια. Και την αφήνω ευλαβικά, όπως καθετί που το χθες μαζί του πήρε για να ζήσω ελεύθερη εδώ, στο παρόν. Εδώ που χρειάζεται να είμαι. Κλείνω το παραθύρι εκείνο. Να μη βλέπω, να μην ακούω πια τα ουρλιαχτά της νύχτας εκείνης. Έφυγαν. Τελείωσαν. Κι ο Θεός πήγε σε άλλα μέρη κι άλλες πόλεις.

Μα εκείνη το μεγαλείο που της άξιζε ποτέ ξανά δεν το αντίκρισε. Ήταν εκεί το σπίτι μου. Ξέρω πως της άξιζε το φως. Της το εμφύσησε ο δημιουργός της. Το είχε μες στα στήθη της, στη βιβλιοθήκη της. Και το άπλωνε ο φάρος της σταγόνα σταγόνα, να μας το θυμίζει.

Μα της το πήραμε. Ό,τι είχε άγαρμπα τ’ αρπάξαμε.  Ίσως μια μέρα να τα γυρίσουμε όλα πίσω. Σε κάθε πόλη κι άνθρωπο. Σε όλους τους θνητούς που αποφασίζουν σα γενναίοι για έναν Σκοπό Ανώτερο. Που φεύγουν σαν γενναίοι για έναν Σκοπό Ανώτερο. Που έρχονται σα γενναίοι με Σκοπό Ανώτερο. Σε όσους μένουν πιστοί σ’ αυτόν μέχρι το τέλος. Και σε όσους τον ξέχασαν, μα τον θυμήθηκαν και τον επέλεξαν απ’ την αρχή.

Οι Θεοί ξανάρχονται.

 

Εμπνευσμένο από το κείμενο του Καβάφη “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”

Εγγραφή στο Sylviabenaki.com