Η Συνάντηση.
Ήταν κάποτε ένα κτήριο αρχοντικό, νεοκλασικό παλιό. Πάνω σε κεντρική λεωφόρο. Με πόρτα σιδερένια, σκούρο πράσινο βαμμένη με σκαλίσματα, όπως τον παλιό καιρό. Τυλιγμένη με κισσούς και αγριόχορτα. Αθάνατοι και οι δυο, θαρρείς και πλέχτηκαν οι μοίρες τους και συναντήθηκαν να γερνούν αείποτε μαζί.
Και μέσα κήπος, πίσω από τις σκουριασμένες και παγιδευμένες πύλες του. Με απομεινάρια μεγαλείου. Με ξερόχορτα και έντομα να πετούν εκεί που ο άνθρωπος εγκατέλειψε και γεννήθηκε ζωή. Λίγα σπασμένα κεραμίδια να αφήνουν χώρο στη βροχή, να γερνούν τα ξύλα και οι σοβάδες.
Παράθυρα μεγάλα με γερμένα τα φθαρμένα παντζούρια, να παίζει το φως με τις σκιές. Παρά τα χρόνια τα αδυσώπητα, να μένει φωτεινό, να λάμπει. Να εισχωρούν σα σπαθιά οι ηλιαχτίδες και να μαρτυρούν τη σκόνη στον αέρα. Σκάλα ξύλινη με σκαλοπάτια θορυβώδη να οδηγεί εκεί που κάποτε ήταν αίθουσες μουσικής και ηχούσαν όργανα. Με ανθρώπους που έφεραν μια αγάπη. Που καταπιάνονταν με κάτι. Πιο πέρα μαθήματα φωνητικής. Να ηχούν τραγούδια, νότες, ασκήσεις, μελωδίες. Να δίνονται κονσέρτα και να συρρέει κόσμος με κοινό το ενδιαφέρον.
Σαίξπηρ να συναντά Αριστοφάνη και Ευριπίδη. Τοίχοι ξεφλουδισμένοι και μέσα από τις σκισμένες ταπετσαρίες να διαβάζει κανείς λέξεις κι υγρασία.
Και ένας άντρας με μούσια άγρια, ντυμένος λιτά, με χαραγματιές στο δέρμα και μάτια ψυχρά γαλάζια κι όμως περίεργα, βαθιά κι όλο σκαμμένα στρογγυλά στο πρόσωπο, να μπαίνει οδηγούμενος από μνήμη μιας περασμένης πιθανότητας.
Μπήκε αργά, ευλαβικά. Άγγιξε δειλά τους τοίχους και ξυπνήσαν αναμνήσεις. Το βήμα του τάραξε τη σιωπή που δυνάστευε τον χώρο και το πάτωμα διαμαρτυρήθηκε. Κοίταξε μία μία τις άδειες αίθουσες. Ήταν τώρα ξένες, τόσο κενές από ήχους και ανθρώπους.
Και στο βάθος το συνάντησε. Το πιάνο εκείνο. Ξεμεινεμένο πια, παρατημένο στη γωνία της μεγάλης αίθουσας. Γέρικο και ξεχασμένο. Και μαζί τον εαυτό που ήταν κάποτε. Το ακούμπησε. Ψηλάφισε το ξύλο, τα σκαλίσματα και τις χορδές του. Πάτησε τα πλήκτρα του και βγήκε φωνή ξεκούρδιστη.
Στο πρώτο πάτημα, θαρρείς και μοναχός με όρκο βαρύ σιωπής, μίλησε ύστερα από θητεία χρόνων. Και η φωνή χρειάζεται να θυμηθεί τον λόγο. Να ξεβραχνιάσει. Και τρόμαξε το θεριό που είχε αποκοιμηθεί τόσον καιρό. Φτερουγίσματα ακούστηκαν από τα μακριά. Η βροντερή φωνή στην ερημιά, μαζί με την ηχώ πιο δυνατή, απλώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη. Η νότα η πρώτη ήτανε το μανιφέστο.
Η συνέχεια ήρθε με το ξέθαμα μιας μνήμης ασπρόμαυρης θα έλεγε κανείς. Με τη σειρά της ξεσήκωσε εικόνες και αισθήματα του αλλοτινού καιρού. Αφύπνισε μια εποχή που είχε χουζουρέψει σε μια γωνιά αφημένη, σε μια μεγάλη απόφασή. Κι αυτή με τη σειρά της διέσχισε τον χρόνο. Τον έκανε να δει πέρα από εκείνον.
Κάποιος φαντάστηκε κάποτε το κτήριο αυτό. Ήταν το δημιούργημά του. Ένα απ’ τα παιδιά του. Το άφησε σκίτσο σε χαρτί, ποιος ξέρει πώς, και του έδωσε πνοή. Το είδε έτσι ψηλοτάβανο, θαλερό, λιτό κι όμως περίτεχνο, επιβλητικό, για να ανταμώσει μέσα κόσμος.
Και περάσανε πολλοί. Ένοικοι, οικογένειες πλούσιες, γάμοι, θρήνοι, χωρισμοί και γέλια. Αλλάξανε πολλές φορές τα χέρια.
Κι ύστερα στα μάτια ανθρώπου άλλου, μερικές γενιές μετέπειτα, φάνηκε τόπος ικανός να γεμίσει τέχνη. Να μαζέψει τους διαφορετικούς, τους περίεργους, τους αναζητητές, τους φιλομαθείς και τους φιλότεχνους.
Εκείνους που ο Ίψεν και ο Μολιέρος μιλούσανε στα σωθικά τους. Που ο Σοπέν τους συντρόφευε τις νύχτες. Που τα μαθηματικά πίσω από τη σύνθεση γοήτευαν τα αυτιά τους. Που η κίνηση του σώματος, το άλμα, αυτά τα λιγοστά λεπτά που η χάρη και το πάθος νικούσαν τη βαρύτητα, ήταν λόγος να σηκωθούν και το μουντό πρωινό.
Να στεγάσει όλους αυτούς που μιλούσαν τις διαφορετικές διαλέκτους της ίδιας γλώσσας. Για να δημιουργήσουν μαζί. Να δώσουν στο μέσα τους μορφή, ο καθένας με τον τρόπο του. Σμιλεύοντας τα μάρμαρα ή πασαλειμμένοι μες στα χρώματα.
Υπήρξε καταφύγιο και άντρο των ονείρων όλων αυτών. Είτε δικών τους, είτε δανεικών. Ακόμη και για εκείνους που ήρθαν από ανάγκη ή για δοκιμή ή γιατί το πρόσταζε ο ¨οίκος¨ τους.
Κάποιοι το γέννησαν το όνειρο. Άλλοι τράβηξαν για αλλού. Άλλοι πάλι μοιράστηκαν μερικές βραδιές το ίδιο κρεβάτι και την αυγή πήραν άλλους δρόμους. Και κάτι νύχτες μοναχές συναντώνται πάλι, σα σύντροφοι που μοιράστηκαν έρωτα μεγάλο, που δεν οδηγούσε πουθενά ή που δεν είχαν το θάρρος να ζήσουν μέχρι τέλους. Δεν ήταν η ζωή και η στιγμή τους. Κάποιοι το ακολούθησαν και κανείς δεν το ‘μαθε, παρά μονάχα οι κάμαρές τους.
Ορφανά παιδιά που βρήκαν καταφύγιο κι αγκαλιά.
Πόσα να περάσαν από εδώ; Πόσες φιλίες να δημιουργήθηκαν; Πόσα βραβεία να δόθηκαν; Πόσα μάτια έλαμψαν και πόσα δάκρυσαν; Πόσα γέλια, πόσα καρδιοχτύπια; Και χειροκροτήματα θριαμβευτικά. Έργα που γράφτηκαν και ακούστηκαν εδώ πρώτη φορά. Ή τελευταία. Αυτοσχεδιασμοί που ήταν τέλος και αρχή.
Είναι αστείο καμιά φορά να κοιτάζεις πίσω.
Η τελευταία νότα ψιθύρισε δειλά. Άφησε τα χέρια του αργά και τρυφερά να σηκωθούν. Τόσο ευλαβικά, μέχρι η σιωπή ξανά να επιβληθεί και να ακουστεί μέχρι και το καρφί που αφήνει τη χορδή. Κι αυτή με τη σειρά της να σταματήσει τον μοναδικό της κραδασμό.
Για λίγο η μουσική έδωσε ξανά ζωή. Κι έμοιαζε για λίγο, όπως τότε. Γεμάτο κόσμο και παιχνίδι. Ήταν μέρος της διαδρομής του εδώ. Ήταν κομμάτι της ιστορίας του. Οι δάσκαλοι, οι φίλοι, οι ανταγωνιστές. Το πιάνο του…
Ο ξύλινός του φίλος, που γέρασε κι έστεκε μονάχος του ακόμη εκεί να σβήνει μαζί με το κτήριο που το φιλοξένησε. Που έδωσε κορμί και ήχο σε τόσα χέρια, άχαρα και χαρισματικά. Πάνω στα μαυρόασπρά του πλήκτρα έμαθαν σονάτες και παιχνίδια, τόσοι και τόσοι. Έδωσε ρυθμό στα μπαλέτα. Συνόδεψε τα θεατρικά. Τραγούδησε μαζί με τις ορχήστρες. Στήριξε φωνές. Έδωσε ακόμη και βοήθεια σε εξεταστικές. Και απογειώθηκε με εκείνους που ήξεραν την τέχνη του. Συγκίνησε με τη βοήθεια της καρδιάς τους.
Έτσι τον έμαθε και εκείνον. Αυτή η αίθουσα, αυτό το πιάνο, τον έβγαλε από τους δρόμους. Μέσα από μια τυχαία συνάντηση. Μια μέρα που εισέβαλε σε χώρο ξένο, σαν τη σημερινή. Τότε ψάχνοντας για καταφύγιο στη βροχή. Και τον είδε. Εκείνος που στο ήδη πολυζωϊσμένο αυτό αρχοντόσπιτο είδε τις δυνατότητες για μετουσίωση και δημιουργία, είδε και στο πρόσωπό του σπίθα. Όχι μόνο το φοβισμένο παιδί που καταπάτησε ξένη περιουσία. Και τον περιέθαλψε δίνοντάς του ευκαιρία.
Τον κοίμισε εδώ. Τον τάισε σε σώμα και ψυχή. Και τον ανέθρεψε εμφανίζοντας τον Άνθρωπο που έφερε μέσα του σε όλο του το μεγαλείο. Έγινε πιο πολλά απ’ ό,τι ο πατέρας που ποτέ δε γνώρισε. Ήταν ο φίλος του και ο δάσκαλός του. Ήταν ο άνθρωπος που τιθάσευσε το αγρίμι, που ήταν όταν πρωτοήρθε, λαθρεπιβάτης σε αυτή την κιβωτό. Και δεν πρόφτασε να πει “ευχαριστώ”. Όχι δυνατά, πρόσωπο με πρόσωπο. Το ‘πανε πολλές φορές τα μάτια του, μα ποτέ τα χείλη του. Το ‘χει να το θυμάται τώρα.
Έκλεισε το καπάκι του πιάνου. Και το απάντημα ξύλο με ξύλο μύρισε επίλογο και θάνατο. Βγήκε σκαρφαλώνοντας, όπως και μπήκε. Κοίταξε πίσω και αποχαιρέτισε τη ζωή εκείνη κι όλους τους ανθρώπους της.
Αν δεν πεις ευχαριστώ στο παρελθόν, δεν προχωράς. Μόνο τότε σταματάς να το κουβαλάς και το χωράς στα αλήθεια μέσα σου, το αφομοιώνεις και το κάνεις εμπειρία.
Μ’ ένα γλυκό χαμόγελο το άφησε και προχώρησε μπροστά.
Ίσως το γκρεμίσουν το κτήριο αυτό με ό,τι φιλοξένησε. Με το πιάνο, τις ψιλόλιγνές του πόρτες, τα περίτεχνα σκαλίσματα και τα ξύλινα πατώματά του. Ίσως κάποιος άλλος πατήσει στην ιδέα εκείνου που το έχτισε, σ’ εκείνο δα το σκίτσο, και προβάλει τις δικές του επιθυμίες. Το προσαρμόσει στους καιρούς και γεννήσει νέες ιδέες.
Ίσως το κτίσμα αυτό το αρχοντικό αγκαλιάσει μέσα του καινούριες ιστορίες. Μπορεί και να περάσει καιρός γι’ αυτό. Μπορεί και να αναπαύεται. Το σίγουρο είναι πως έζησε πιο πολύ από όσους περιέβαλε. Θα ‘χει πολλά να διηγηθεί.
Βγήκε στη λεωφόρο. Και η φασαρία έμοιαζε απόκοσμη. Σύμπαν παράλληλο. Μαζί το παρελθόν, πλάι με το μέλλον να συναντώνται στο παρόν, σε μια τομή του χρόνου. Κι όλα τα σενάρια πιθανά.