Μια χρονιά που πέρασε…
Αν είχα μπροστά μου τη χρόνια αυτή που πέρασε θα την έπαιρνα μια σφιχτή αγκαλιά. Θα της έδινα ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο στωικά.
Τη φαντάζομαι σα μικρό κορίτσι, γεμάτο χάρη και αθωότητα να χορεύει σε μια αίθουσα λευκή με παράθυρα θεριά να υποτάσσονται στο φως. Να παίζει αθώα μόνη της, να με προκαλεί να χορέψουμε μαζί.
Σα μια ατίθαση έφηβη, επαναστάτρια της κάθε μέρας. Που δε σηκώνει κομφορμισμούς και συμβιβασμούς.
Σα μια σοφή γηραιά γυναίκα, αρχοντική. Μαζί μεγαλώσαμε θαρρείς.
Η χρόνια αυτή με λύγισε, με αποδόμησε, με έγδυσε, με ξεγύμνωσε. Δεν μου επέτρεψε ούτε δικαιολογίες, ούτε δεκανίκια.
Ήταν αυστηρή, κόφτη, λιτή. Ήταν ειλικρινής και ντόμπρα απέναντι μου. Δε δεχότανε το κλάμα μου. Παρά μονάχα έπαιρνε τα αλμυρά μου δάκρυα και με έπλενε μ’ αυτά.
Δε δέχθηκε ούτε μια στιγμή τα «όχι» μου, τα «δε μπορώ» κι «αδυνατώ». Σε κάθε «όχι άλλο» με έσπρωχνε πιο πέρα.
Μου έφερε εμπρός μου όλους τους ανθρώπους που χρειαζόμουν. Απομάκρυνε άλλους με τον τρόπο που χρειαζόμουν και η απουσία τους με δίδαξε.
Η χρόνια αυτή υπήρξε αμείλικτη. Μου ‘πε καθαρά με κάθε τρόπο: «Τούτη η αλήθεια σου. Για ¨δε βαστώ¨ δεν έχω χώρο. Δεν υπάρχει καλή και άσχημη αλήθεια. Αλήθεια καλλωπισμένη δεν υπάρχει. Ούτε φανταχτερή και στολισμένη. Είναι μονάχα μία. Είναι διάφανη και άχρωμη. Δεν αντέχει τους δειλούς. Συντριβεί όλους τους ψεύτες με μιας στο πέρασμά της.»
Με τέτοια λόγια μίλαγε και τη μίσησα γι’ αυτό. Παρακάλεσα πολλές φορές να φύγει. Να πάρει μαζί της ό,τι έφερε. Να πάρει κάθε χνάρι της από τη μνήμη μου. Τα χνώτα της να χαθούνε μια για πάντα, καμία μυρωδιά να μη τηνε θυμίζει.
Με έφερε ενώπιον του εαυτού μου, χωρίς κανένα παραπέτασμα. Με πέταξε όπου φοβάμαι και πλήγωσε τον εγωισμό μου. Βίωσα την επανάσταση μικρού παιδιού. Εγώ το μικρό κορίτσι να χορεύει άγαρμπα μες στις σκιές.
Και έτσι την αγάπησα. Ήταν ο δάσκαλος που χρειαζόμουν. Με έφερε εμπρός στα αληθινά μου θέλω και δεν άφησε χώρο για ψευτορομαντισμούς. Με έκανε να δω πόσο βαστάν τα πόδια μου. Τι σχέση έχω με τον άνθρωπο που λέω πως είμαι. Ποια είμαι εδώ στην πράξη, ούτε σε σελίδες, ούτε σε λόγια και οραματισμούς.
Η χρονιά αυτή με έμαθε πώς είναι η ζωή. Ήταν η ζωή. Ατίθαση, απρόβλεπτη, ανεξέλεγκτη. Και πώς με φόβισε ο έλεγχος αυτός που έχασα!
Μα η ζωή κάνει πολλές φορές για εμάς ό,τι εμείς αρνούμαστε. Μας ξεκουνά. Ζωή θα πει αέναη κίνηση. Κι αν αρνείσαι εσύ να φύγεις, αν φοβάσαι να τολμήσεις, θα σε σπρώξει τόσο, ώστε μόνος να πέσεις στον γκρεμό και να πετάξεις. Ειδαλλιώς θα διαλυθείς.
Κι έτσι ανακαλύπτουμε πως έχουμε φτερά.
Δεν έχει σημασία πώς η ζωή πηγαίνει. Μα να τιμάς την κάθε μέρα. Είναι το μέσα σου που κοιτά τον κόσμο. Πώς αντανακλά σ’ αυτόν;
Δε μπορεί αυτή να αλλάζει κι εσύ να μένεις ίδιος. Πονά η αντίσταση καρδιά μου. Κι έτσι αλλάζεις κι εσύ διαρκώς. Ώστε τελικά να γίνει μια ροή και σώμα ένα, να τρέχετε μαζί. Να σε σύρει στο χορό της. Να μάθεις να εμπιστεύεσαι, να τολμάς, να χαμογελάς, να στροβιλίζεσαι.
Μα να κρατάς πυρήνα ατόφιο. Να χάνεις τα περιττά στον δρόμο, μα ποτέ Εσένα.
Τραγουδώ μ’ ακούς; Ύστερα από κλάμα και θυμό επιτέλους τραγουδώ. Και σου χαμογελώ. Για τις μέρες σου που έφυγαν και μ’ έμαθαν τόσα πολλά. Με μάδισαν σαν το λουλούδι και ξύπνησαν το θάρρος στον καρπό μου. Βγήκε ο πυρήνας μου στο φως.
Και θα ‘ρθουν κι άλλες μέρες τέτοιες. Κι άλλα χρόνια. Να με διδάξουν τι μπορώ. Πώς να ‘μαι αληθινή. Πώς να αγαπώ, πώς να πιστεύω και σε τι.
Αν είχα ετούτη τη χρόνια που έφυγε μπροστά μου θα της έλεγα ¨ευχαριστώ¨ και θα της έδινα ζεστό φιλί στο μέτωπο. Έτσι θα την αποχαιρετούσα. Με έμαθε στα δύσκολα να λέω «ευχαριστώ, ξέρω πως είναι για καλό» και να χαμογελώ. Με εξόπλισε, με εκπαίδευσε και τώρα γαλήνια πια, αφήνω τρυφερά το χέρι της να πορευτώ.
Θα την θυμάμαι. Χρονιά που μ’ έκανε Άνθρωπο. Χρονιά που με μεγάλωσε και με έκανε ξανά παιδί.