Το Χάρισμα του Χρόνου
Ο χρόνος μου χαρίστηκε. Γεννήθηκα σε ένα σμίξιμο απάνω, αποτέλεσμα μιας σύμπραξης σε μια στιγμή άτακτα κι όμως αρμονικά συντονισμένων συμπτώσεων. Το χώμα έγινε άνθρωπος με σάρκα, δάκρυα και οστά. Με ιδανικά κι αδυναμίες. Αναπτύχθηκα με κάθε δευτερόλεπτο. Μεγάλωσαν τα άκρα μου και μαζί τους τα όνειρά μου κι οι αγωνίες μου. Από την πρώτη μου πνοή, ασυνείδητα κι ενστικτωδώς, αποφεύγω το φευγιό μου.
Δε μετρώ πολύ καιρό σε αυτό εδώ της γης το χώμα. Στέκομαι περίπου στα μισά της τραμπάλας. Περπατώ ευλαβικά ισορροπώντας για να μη γείρω απότομα και ξαφνικά. Κωλυσιεργώ, πιστεύω, να μην αφεθώ στην κατηφόρα αμαχητί. Μιας και ξέρω πως ο αγώνας, από εμένα θα χαθεί.
Ο αντίπαλος δεν είναι στα κιλά μου. Νίκησε πολλούς πριν από εμένα. Στέκει στον θρόνο του αήττητος. Απ’ όπου περνά, αφήνει χνάρι κι όμως ο ίδιος παραμένει αναλλοίωτος, πιστός στο επάγγελμά του.
Η έκβαση της μάχης, δεδομένη. Μήπως το μάταιο πάλεμα δεν είναι η λύση; Μήπως αντί για τον αόρατο εχθρό μου, οι γροθιές μου και υπεκφυγές μου βρίσκουν μονάχα εμένα;
Ίσως δοκιμάσω κάτι άλλο. Ίσως τον πάρω να χορέψουμε. Ένας στροβιλισμός, ένα βήμα πίσω, ένα εμπρός. Με πάθος, με ρυθμό. Ίσως, με αυτό να ρυθμίσω τον βηματισμό μου. Το βήμα να ρυθμίσω στον ρυθμό του… 1,2,3, σαράντα, πενήντα και εξήντα. Ίσως εβδομήντα. Ογδόντα; Μετά κανείς δεν ξέρει.
Στέκομαι στο κέντρο της τραμπάλας. Για λίγο, τα βλέπω από ψηλά. Ένα νήμα ενώνει τα δύο άκρα της δοκού. Χιλιάδες ξεπηδήσανε, όπως εγώ. Και οι κλωστές μας πλέχτηκαν και φτιάξανε κουβάρι. Τόσο μοναδικοί και τόσο όμοιοι. Τρέχουμε και παίζουμε στη τεντωμένη κλωστή. Χοροπηδάμε, δοκιμάζουμε την αντοχή της. Πώς να χαράξουμε το νόημα της διαδρομής, πριν μας κοπεί το νήμα απροειδοποίητα.
Κι όμως δεν γνωρίζουμε το πριν. Ούτε το μετά. Κι αυτό το «μετά» που φασιστικά μας επιβάλει άγνοια, μας τυραννά μέχρι το μεδούλι, όταν παλεύουμε όλα να τα ελέγξουμε, όλα να τα μάθουμε. Στον αγώνα της παντοδυναμίας μας, μας δίνει το μεγάλο «ΟΧΙ».
Κι όμως κοιτάζω πίσω. Βλέπω την κλωστή να με ενώνει με χιλιάδες προγόνους. Όσοι πέρασαν από εδώ πριν από εμένα. Είμαι αποτέλεσμά τους. Κοιτάζω πέρα και βλέπω άλλους να παλεύουν με την ισορροπία, να τρεκλίζουν, να πέφτουν, να τσακίζονται, να σηκώνονται ξανά. Να αγκομαχάνε στον ανήφορο, να τον ανεβαίνουν όλο ζέση και χαρά ή να φρενάρουν στην πρώτη καμπή. Να κρατιούνται με μπηγμένα νύχια ζωερά. Λίγοι προχωρούν με αποδοχή. Πιο πέρα ακόμη, βλέπω όλους αυτούς που θα έρθουν μετά από εμένα. Και με όλους αυτούς νιώθω βαθιά συνδεδεμένη. Η κλωστή αυτή μας ενώνει όλους. Και η πορεία του ενός μας ταλαντεύει το προχώρημα.
Αναδυθήκαμε σ’ ένα λεπτό. Όταν δυο άνθρωποι ξεπέρασαν το όριο του θνητού και έγιναν Δημιουργοί και Πλάστες. Η γέννα νομίσαμε πως ήταν η πρώτη νίκη στον εχθρό. Και ο εχθρός με κάθε γέννα αποκτούσε ένα παιδί ακόμα. Κι ύστερα το καταβρόχθιζε καρτερικά. Ο κύκλος συνεχιζόταν αέναα από την αρχή του κόσμου. Όμως με κάθε σκυτάλη που παραδίδαμε χτίζαμε και μια ψευδαίσθηση της νίκης επί του θανάτου, γιατί «το δικό μας δημιούργημα, τα δικά μας κύτταρα, θα συνέχιζαν να υπάρχουν και μετά από εμάς. Έτσι εμείς δεν θα πεθάνουμε. Εμείς θα νικήσουμε τον θάνατο. Εμείς θα νικήσουμε τον χρόνο, τη φθορά.» Μα ο χρόνος είναι μία πορεία που οδηγεί στον θάνατο. Μια μέτρηση αντίστροφη. Ο θάνατος είναι η λήξη της πορείας. Το μηδένισμα του ρολογιού.
Στέκομαι για λίγο ακίνητη, συλλογιζόμενη τη σκέψη αυτή. Έχω ένα πόδι πίσω και ένα πόδι εμπρός. Τα φέρνω και τα δυο στο κέντρο. Για λίγο τρέμω. Συγκεντρώνομαι και ισορροπώ. Κοιτάζω πάλι πίσω. Τον χρόνο νόμιζα εχθρό. Κι όμως με δίδαξε, μου έδωσε εμπειρία. Έτσι δεν κάνουν οι εχθροί; Με γύμνασε για να μπορώ να προχωρήσω. Με προετοίμασε.
Αν είχα μια ευχή, αυτή θα ήταν χρόνος. Μάλιστα, θα ήθελα πιο πολύ από αυτόν. Χάρη σ’ αυτόν, μπορώ να απολαύσω ένα βιβλίο, να αισθανθώ ένα άγγιγμα, να σταθώ στο ρίγος του κουρασμένου κορμιού που ξαποσταίνει στα μαλακά σεντόνια, πέντε λεπτά πριν σηκωθεί το πρωί και ριχτεί ξανά μέσα στη γεμάτη μέρα. Να δω μία ακόμη ανατολή. Να φτιάξω τα σπασμένα. Να έρθω κοντά με όσους είναι ακόμη εδώ και τον μοιραζόμαστε παρέα. Κι ίσως ο χρόνος να είναι το πολυτιμότερο αγαθό. Τώρα το καταλαβαίνω.
Ο χρόνος μου χαρίστηκε. Έτσι μου δόθηκε η ζωή. Κι αν είχα μία ευχή, θα ήταν να τον τιμήσω, όπως του αρμόζει. Μετρημένο, όπως τον έχω, λίγο ή πολύ. Κι αυτό είναι στο δικό μου χέρι, όχι στο δικό του.
Σταματώ εγώ και κοντοστέκεται μαζί μου. Η στιγμή ξεδιπλώνεται. Η πνοή γίνεται πιο βαθιά. Οι παλμοί πιο βραδείς. Εστιάζω ξανά στα πόδια μου. Πατώ γερά. Όταν κάποτε, η πορεία αυτή τελειώσει, ας είναι. Τουλάχιστον, φτάνοντας στο τέλος της τραμπάλας, ας κοιτάξω περήφανα τη διαδρομή που μ’ έφερε ως εκεί.
Θα ‘χω να λέω πως έτσι νίκησα τον εχθρό. Κάνοντάς τον φίλο.