Όλα θα πάνε καλά…
Καθόμουν σε ένα παγκάκι και χάζευα τον κόσμο που περνούσε. Έβλεπα τα πρόσωπά τους. Άλλα προβληματισμένα, τραβηγμένα στις σκέψεις τους, άλλα θλιμμένα, λίγα εκείνα με το ειλικρινές χαμόγελο.
Ξαφνικά σε μια γωνιά του δρόμου είδα μια ομάδα παιδιών, μεγάλη πρόκληση για μένα να μελετήσω και τα δικά τους πρόσωπα. Δεν κάθισαν όμως πολύ. Άκουσα φωνές, που δε μπόρεσα να εξηγήσω. Έφυγαν γελώντας χλευαστικά και τότε διέκρινα κάτι στο έδαφος.
Μα τι ήταν αυτό; Δεν ήξερα! Φοβήθηκα! Δεν πίστευα, δεν μπορούσα… Έτρεξα μέσα στον τρόμο, τον πανικό.
Ήταν ένα παιδί γύρω στα έξι πεσμένο στο έδαφος, κουλουριασμένο με μάτια υγρά, όμως δεν έκλαιγε, τουλάχιστον όχι φανερά. Είχα την αφέλεια να ρωτήσω τι είχε συμβεί.
«Είμαι μαύρος» είπε και το βλέμμα του ξεχείλιζε παράπονο, απορία.
Τότε κάτι μέσα μου κλονίστηκε, με σόκαρε. Κυριεύτηκα από πρωτόγνωρο συναίσθημα, δε γνώριζα τι ήταν. Ύστερα έγινε ύλη, πήρε μορφή και βγήκε απ’ τα μάτια μου. Μια σταγόνα φορτωμένη συναίσθημα ήταν η αρχή ενός χειμάρρου απόγνωσης. Μικρές σταγόνες λύτρωσης πάλευαν με τον πόνο μου.
«Μα πώς;!» Αυτό το ερώτημα μονοπωλούσε τις σκέψεις μου. Μα τελικά κατάλαβα. Είδα κατάμουτρα μια πραγματικότητα που τόσο καιρό εκτυλισσόταν ξεδιάντροπα μπροστά μου και εγώ προσποιούμουν πως δεν έβλεπα.
Οι άνθρωποι πλέον βλέπουν τους ομοίους τους σαν αντικείμενα. Δε διστάζουν να κατηγοριοποιήσουν, να καταδικάσουν ένα παιδί για μια ζωή με βάση το χρώμα του πετσιού του. Ακόμα και τα ίδια τα παιδιά. Μια ζωή να αναζητούμε λόγους διχασμού και να πολεμάμε το μαζί.
“Δεν υπάρχει χώρος για ευαισθησίες και ρομαντισμούς. Αυτά είναι ανοησίες των αδυνάμων!”
Μα τότε ξύπνησα. Το παιδί είχε σηκωθεί και σκούπιζε τα δικά μου δάκρυα με το μικρό χεράκι του, χαμογελώντας μου παρηγορητικά.
«Μη κλαις» μου είπε « Όλα θα πάνε καλά.»