29,78 χλμ./δευτ.
Δες απ’ έξω. Από μακριά, πολύ μακριά. Όχι το τώρα, όχι το εδώ. Ούτε και πολύ πίσω. Λίγους μήνες μόνο.
Το πώς κάηκε ο Αμαζόνιος και η Σιβηρία και κανείς δεν το θυμάται. Μόνο όσοι ζουν κοντά. Πώς χάθηκε τόσο πολύ ζωή στην Αυστραλία και κανείς δεν το θυμάται, μόνο εκείνοι που αντικρίζουν μαύρο. Οι πάγοι που άρχισαν να λιώνουν με γοργούς ρυθμούς και αλλά τόσα, που ούτε κι εγώ θυμάμαι.
Και τώρα; Ένας ιός που σε λίγο κανείς δε θα θυμάται, μόνο εκείνοι που βίωσαν τον αποχωρισμό. Πόσο θα ‘ναι αυτό το λίγο; Από την άλλη θαρρείς και η ανθρωπότητα αναζητά λίγη φρενίτιδα. Και παγκοσμίως η λογική άρχισε να χάνεται και να αντικαθίσταται από πανικό. Ποτέ ο πανικός δεν οδήγησε σε κάτι καλό. Και τώρα, μέσα σε αυτά, σε λίγες μέρες μόνο, η λέξη «μετανάστης» έγινε πιο διάσημη από ποτέ. Σα να βγήκε τώρα δα. Γιατί κανείς δε θυμόταν ή γιατί έστριβε το βλέμμα τόσο και πια δε γίνετ’ άλλο. Τώρα κανείς δε μπορεί να κοιτάξει αλλού.
Και όλοι έχουν θέση. Όλοι γνώση και άποψη. Και τώρα όλοι έχουν βήμα. Ελευθερία του λόγου.
Γέροντα, στα αυτιά μου εμένα δεν φτάνουν οι απόψεις τους. Γιατί κι εγώ δεν έχω τέτοια. Δε ξέρω με ποια δήθεν «αλήθεια» με ταΐζει η μια και η άλλη πλευρά, γιατί κάθε μια έχει βρει τα επιχειρήματα που συμφωνούν και στηρίζουν τις απόψεις της. Δικαστής δεν είμαι να παίρνω θέση υπέρ του ενός ή του άλλου. Εμένα ο Άνθρωπος με νοιάζει. Γι’ αυτό και την όποια άποψη που ταιριάζει με πιστεύω δικά μου, θα την κρατήσω για μένα.
Γιατί γέροντα, εσύ που τα έχεις δει όλα μες στα χρόνια σου, θα ξέρεις πως οι άνθρωποι δε βαστούν άλλη οχλαγωγία. Ταλαιπωρημένος είναι ο Άνθρωπος και φοβισμένος. Δεν ξέρει από πού να φυλαχτεί. Κι όταν φοβάται δε λειτουργεί με λογική, μα με ένστικτο ζωικό που του ψιθυρίζει μες στ’ αυτί πως πρέπει πάει θυσία να επιβιώσει. Κι είναι μεγάλο ρίσκο αυτό. Μοιάζει να φιμώνει μια άλλη μέσα του φωνή, πιο ψηλή και από αυτή της λογικής ακόμη.
Γέροντα, βλέπω το σπίτι μου να χάνεται και τον καιρό να τρέχει. Θα ‘λέγε κανείς θύμωσε η γης με μας. Μα η Γη δεν είναι τέτοια. Και τι μένει; Ο άνθρωπος. Εκείνος που καταστρέφει σπίτι και μιλά μιλά για να έχει θέση. Είναι της μοδός να έχεις θέση.
Και να σου πω γέροντα, φίλε μου, πέρα από θρησκείες, πέρα από πεποιθήσεις, πέρα από χώρες και νοοτροπίες, σε σένα που εμπιστεύομαι θα πω μια αλήθεια: δε μιλώ, γιατί ντρέπομαι να πάρω θέση για κάτι που με τα δικά μου μάτια δε μπορώ να δω ολιστικά, μα και σε βάθος. Μα πιο πολύ που με τα δικά μου χέρια αδυνατώ να αλλάξω. Ή για να το πω πιο ειλικρινά, που δεν τολμώ.
Οπότε σου μιλώ για να μοιραστώ μια ανησυχία που φέρω. Καθώς τα βλέπω όλα μαζί, αρχίζω να φοβάμαι κι εγώ. Δε ξέρω, βλέπεις, τι επιφυλάσσουν τα μελλούμενα. Μα το μέλλον, το κάθε μέλλον, έχει τις ρίζες του στο εδώ και τώρα. Γι’ αυτό μου φαίνεται πολύ δυσοίωνο.
Γιατί οι άνθρωποι έχουν πολύ θυμό και μεγάλη αλαζονεία. Έχουμε θα πω. Είναι πιο σωστό, πιο ειλικρινές, πιο τίμιο. Κι είναι αμαρτία να στρέφεται άνθρωπος προς άνθρωπο. Αμαρτία να ζεις μέσα στο ψέμα και να χτίζουν άλλοι τη ζωή σου. Ή να εκμεταλλεύεται κανείς τις καταστάσεις. Καταστάσεις που οι ίδιοι δημιουργούμε. Και τις εκμεταλλεύονται τις καταστάσεις όλες οι πλευρές με τρόπο που μου προκαλεί αηδία για το γένος τούτο. Απορώ πώς υπάρχουν άνθρωποι…
Και ντρέπομαι για τα παιδιά που γεννούνται τώρα. Για τα παιδιά που μεγαλώνουν τώρα. Κι αυτό δεν είναι ρομαντικό, ούτε κλισέ: «Σε τι κόσμο θα έρθουν;», μα ειλικρινής ανησυχία. Με τι παιδικές αναμνήσεις θα μεγαλώσουν, σε τι θα αναπολούν, πόσο αθώο θα ‘ναι το μεγάλωμά τους; Κι αν ο σπόρος μεγαλώσει έτσι, τι ανθοφορία θα φέρει;
Εγώ το φέρω το βάρος στη συνείδησή μου, που μένω άπραγη μπροστά σε τέτοια βαναυσότητα. Την ευθύνη του παιδιού σου εγώ τη φέρω, γιατί τίποτα δε με χωρίζει από εσένα.
Γέροντα, τρελάθηκε ο κόσμος, στο λέω δυνατά, μ’ ακούς; Το ξέρω, το έχεις δει στο παρελθόν. Πάντα ίδιοι ήμαστε. Μα μου φαίνεται, γινόμαστε χειρότεροι και νιώθω χνώτα απειλητικά να με κυκλώνουν. Ανατριχιάζουνε την πέτσα μου.
Και καθώς αραδιάζω λόγια, σκέψεις σκόρπιες, καθώς προσπαθώ να συνεχίσω μια «ομαλή» και «φυσιολογική» καθημερινότητα, κάτι μου τρώει τα σωθικά.
«Δεν είναι δείγμα υγείας να είσαι καλά προσαρμοσμένος σε μια βαθιά άρρωστη κοινωνία.» (Jiddu Krishnamurti). Δε γίνεται να χάνεται το σπίτι μου, να χάνεται το είδος μου και να κανιβαλίζει και να συνεχίζω απλά να υπάρχω. Να χάνονται άνθρωποι, ζώα και φυτά και να μη βλέπω. Εθελοτυφλώ.
Και στροβιλίζομαι… Πώς μπορώ να φανώ χρήσιμη;
Κι όμως, έχω μια αίσθηση υπομονετικής καρτερίας σε εγρήγορση. Να αφουγκραστώ προτού να δράσω, χωρίς ωστόσο κωλυσιεργίες, χωρίς δικαιολογίες. Η εποχή, απαιτεί χεριά. Δε χωρά, όμως παρορμήσεις και φανατισμούς. Δε βαστά τα άκρα κι άλλη οργή. Κι είναι το κλίμα τεταμένο. Σα να φωνάζουν όλοι και κανένας δεν ακούει. Και μοιάζει, όλη μαζί η ανθρωπότητα να ακροπατούμε σε μια λεπτή, φαγωμένη κλωστή.
Ένας κοινός σκοπός ένωνε πάντα τους ανθρώπους. Ένα κοινό όραμα. Να βάλει τα εγώ από κάτω. Να τα λυγίσει με το βάρος του. Και να ‘ναι ευγενικό, να ‘ναι ταπεινό. Να έχει λίγη αγάπη μέσα. Ούτε κι αυτό κλισέ. Να έχει έναν σκοπό ανώτερο, άνθρωπος προς άνθρωπο. Κι άλλοι σκοποί κίβδηλοι ενώσανε ανθρώπους, μα φέραν χωρισμό. Μια ομάδα απέναντι σε μια άλλη. Πάντα κάποιος θα ‘ναι απέναντι.
Και ναι, πολλές φορές χρειάζεται να πάρεις θέση. Για να τιμήσεις το αγνό μέσα σου. Και είναι μια από αυτές. Μα με ένωση, όχι να τρώγονται όσοι μοιράζονται το ίδιο χώμα, την ίδια σφαίρα και τον ίδιο ουρανό.
Ως πότε θα ανταλλασσόμαστε με βία, είτε στις πράξεις, είτε στα λόγια και στις σκέψεις μας; Ως πότε θα πετάμε χολή ο ένας στον άλλον για να φανούμε ανώτεροι; Ως πότε θα αντιμαχόμαστε, αντί να ζητάμε ενωμένοι, μια από κοινού ελεύθερη και αξιοπρεπή ζωή; Όχι ασύδοτη, όχι αχαλίνωτη. Μακρινό το όνειρο, τόσο που μοιάζει με οπτασία…
Μα θα πιστεύω πάντα στο καλό του ανθρώπου. Ειδάλλως , ποιο το νόημα να συνεχίζεις; Και ξέρω, είναι πολλοί, που δε μιλούν και σιωπηλά, καρτερικά κάνουν αυτόν τον κόσμο λίγο πιο όμορφο. Κι έχουν ανθρωπιά. Αυτούς τιμώ, αυτοί με εμπνέουν, σαν αυτούς προσπαθώ να γίνομαι. Λησμονημένη λέξη η ανθρωπιά…
Δε με νοιάζει να ‘χω δίκιο. Να το βράσω, αν είναι να έχω άνθρωπο απέναντι μου. Θέλω το κοινό και το μαζί, μα με σεβασμό και καθαρότητα. Με αξιοπρέπεια. Ψευτιά και παρασκήνια, δεν ανέχομαι.
Ίσως μικρές ή μεγάλες πράξεις κάθε μέρα, ο καθένας μας στο πόστο του να είναι αρκετό για τώρα, ώστε μια μέρα… Μια μέρα κάτι… Κάτι να ‘ναι αλλιώς. Αφού είμαστε τόσο πεισματάρηδες.
29,78 χλμ./δευτ. ή 107.280 χλμ./ώρα είναι η τροχαϊκή ταχύτητα της γης. Και τώρα σα να την αισθάνομαι. Σα να νιώθω τον στροβιλισμό. Τρέχουμε μανιωδώς προς μια κατεύθυνση προφανώς αμφιλεγόμενη. Και νιώθω τον ίλιγγο να με διαπερνά. Σα ξαφνικά, να γυρίζει πιο γρήγορα και ο χρόνος να κυλά γοργά και αδυσώπητα. Σα να πήρε φόρα η κατρακύλα.
Τι μας συμβαίνει; Γιατί δεν ξυπνάμε ακόμη; Τι πρέπει άλλο να συμβεί; Δε γίνανε αρκετά; Και όλοι οι αγώνες θα πρέπει να βάφονται με αίμα και κραυγές; Γιατί αύριο θα σηκωθώ και θα κάνω τη ρουτίνα μου με τον ίδιο τρόπο; Τι με σταματά να ζήσω αλλιώς; Ποια τα δεσμά στα χέρια μου;
Γέροντα τι λες; Θα ζήσουμε; Θα συνεχίσουμε ακάθεκτοι την επιβίωσή μας με κάθε τίμημα; Λίγη ευγένεια, τουλάχιστον ανάμεσά μας κι ανάστημα εκεί που πρέπει. Με λίγη ευγένεια…
Λύσεις, όχι, δεν έχω να προτείνω, γιατί δεν ξέρω. Δεν έχω γνώσεις τέτοιες. Κι εγώ τις ψάχνω. Προσπαθώ μονάχα να κάνω το καλό που μπορώ μέσα στη μέρα. Όσο δε ξεχνώ. Τον άνθρωπο ξέρω μόνο. Αυτός με νοιάζει. Ο Άνθρωπος. Να ‘ναι καλά ο άνθρωπος…
Μέσα στο παραμιλητό τα λόγια αυτά του Γκάντι ακούγονται: «Το μήνυμα μου, η ζωή μου.» Έτσι πορεύεται άνθρωπος γενναίος, ειλικρινής, άνθρωπος ελεύθερος. Μονάχα έτσι. Πόσοι από εμάς ωστόσο;
Σιωπάς γέροντα… Μα το βλέπω στα μάτια σου πως ξέρεις.